- χαρτένιος
- -α, -ο, Νχάρτινος.[ΕΤΥΜΟΛ. < χαρτί + κατάλ. -ένιος (πρβλ. μαρμαρ-ένιος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χαρτένιος, -ια, -ιο — βλ. χάρτινος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-ένιος — α, ο 1. κατάληξη επιθέτων που σημαίνει ότι το προσδιοριζόμενο από το επίθετο αποτελείται από την ύλη που δηλώνει το επίθετο π.χ. μεταξένιος, σιδερένιος, ατσαλένιος κ.λπ. 2. δηλώνει ότι το πρόσωπο ή πράγμα που προσδιορίζεται από το επίθετο έχει… … Dictionary of Greek
χάρτινος, -η, -ο — και χαρτένιος, ια, ιο αυτός που έχει κατασκευαστεί από χαρτί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)